Την εποχή της οικονομικής κρίσης, καθώς η ανάγκη για περιστολή των λειτουργικών και άλλων εξόδων αποτελεί προτεραιότητα για κάθε εταιρεία ή ελεύθερο επαγγελματία, αναδύεται ως ουσιώδης ανάγκη σε πολλές περιπτώσεις η ανάγκη της συστέγασης ομοειδών ή συμπληρωματικών επαγγελματιών με σκοπό των επιμερισμό του κόστους που συνεπάγεται από την διατήρηση μιας επαγγελματικής έδρας. Τι χρειάζεται όμως να έχουν υπόψη τους σε σχέση με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν προς την εφορία; Τι συμβόλαια πρέπει να κατατεθούν και πως επιμερίζονται οι κάθε είδους “κοινόχρηστες” δαπάνες;
Η συστέγαση επαγγελματιών και εταιρειών, κυρίως όταν αυτοί προσφέρουν παροχή υπηρεσιών, είναι μια σχετικά εύκολη διαδικασία. Αυτό που πρέπει αρχικά να προσεχθεί είναι ο τρόπος συστέγασης. Αν πχ ο επαγγελματίας Α ήδη έχει έδρα το συγκεκριμένο ακίνητο το οποίο είναι ιδιοκτησία του, μπορεί να συστεγάσει άλλον επαγγελματία Β με μισθωτήριο συμβόλαιο, στο οποίο να ορίζει μίσθωμα και τετραγωνικά μέτρα που αντιστοιχούν στον κάθε συστεγαζόμενο, το οποίο θα πρέπει να κατατεθεί στην εφορία. Αν ο επαγγελματίας Α ενοικιάζει τον χώρο, τότε μπορεί είτε με άδεια του ιδιοκτήτη να υπεκμισθώσει το χώρο στον επαγγελματία Β, είτε να φτιαχτεί νέο συμβόλαιο ενοικίασης το οποίο θα περιέχει τα ονόματα και των δύο επαγγελματιών Α και Β και κατόπιν να κατατεθεί στην εφορία.
Σε κάθε περίπτωση τα μισθώματα ή υπεκμισθώματα θεωρούνται έξοδο για τον επαγγελματία Β και έσοδο για τον επαγγελματία Α. Αν προκύπτει κάποια δωρεάν παραχώρηση τότε τα μισθώματα υπολογίζονται τεκμαρτά με την εξίσωση: τ.μ * τιμή ζώνης *διορθωτικός συντελεστής * συντελεστής παλαιότητας * 3,5.
Είναι πολύ σημαντικό σε κάθε περίπτωση συστέγασης να ορίζονται εμφανώς τα τετραγωνικά χρήσης του κάθε επαγγελματία επί του ακινήτου. Αυτό γίνεται στο συμβόλαιο. Καλό θα ήταν για την περίπτωση αυτοψίας, να υπάρχει και εμφανής φυσικός διαχωρισμός μεταξύ των επιμέρους χώρων των επαγγελματιών.
Στο θέμα των επαγγελματικών δαπανών τα πράγματα είναι ξεκάθαρα καθώς οι δύο επαγγελματίες Α και Β, μοιράζονται στο 50% κάθε επαγγελματική δαπάνη όπως ΔΕΗ, δαπάνες επικοινωνίας, ενοίκια κ.λ.π. Αν όμως από την συστέγαση των επαγγελματιών προκύπτει ότι ο ένας εξ’ αυτών θα χρησιμοποιεί πάγια του άλλου επαγγελματία για την εργασία του, όπως λ.χ. ηλεκτρονικούς υπολογιστές, έπιπλα κλπ, ή ακόμη και υπηρεσίες γραμματειακές, τηλεφωνικές, λογιστικές και άλλες, τότε για να υπάρχει νομιμοποίηση σε αυτή τη χρήση θα πρέπει ο επαγγελματίας Α που προσφέρει τις υπηρεσίες αυτές στον Β να εκδίδει τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, υπαγόμενο σε ΦΠΑ, με λεπτομερή ανάλυση του κόστους και του είδους των υπηρεσιών που προσφέρει στον επαγγελματία Β. Οι υπηρεσίες φυσικά αυτές θα πρέπει να συμβασιοποιηθούν και η σύμβαση να κατατεθεί στην ΔΟΥ ώστε να είναι απόλυτα νόμιμες. Στην εν λόγω σύμβαση θα πρέπει να προβλέπεται επακριβώς η αξία και το είδος των υπηρεσιών αυτών ώστε να αποφύγουμε την διαρκή αναγραφή στο κάθε τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών.
Το πρόβλημα στην ανταλλαγή τέτοιου είδους υπηρεσιών έγκειται όταν οι συστεγαζόμενοι είναι εταιρείες και κυρίως όταν είναι «συγγενικές» τρόπο τινά. Στην περίπτωση αυτή, οι συναλλαγές αυτού του είδους, υπό προϋποθέσεις, μπορούν να θεωρηθούν ως ένα είδος ενδοομιλικών συναλλαγών οι οποίες επηρεάζουν κατά το δοκούν την κερδοφορία των εταιρειών αυτών. Η υπόθεση αυτή θέτει τις συναλλαγές αυτές στο πεδίο άλλων νόμων και διατάξεων οι οποίες είναι εξαιρετικά πολύπλοκες για να αναλυθούν στο παρόν άρθρο.
Πλέον σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π, είναι ΕΠΙΤΡΕΠΤΗ η συστέγαση των επιχειρήσεων σε κοινή έδρα.
Σε περίπτωση ελέγχου, αν οι επιχειρήσεις που συστεγάζονται έχουν την ίδια εμπορική δραστηριότητα (π.χ. 2 Βιβλιοπωλεία), θα πρέπει να είναι ευδιάκριτος ο διαχωρισμός του εμπορεύματος της κάθε μιας, π.χ. διαφορετικά ράφια κλπ.
ΔΕΝ τίθεται όμως πλέον θέμα διαφορετικής εισόδου όπως ίσχυε στο παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση αρμόδιος να κρίνει είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται η επιχείρηση.
Μια πιο αναλυτική – προσέγγισή μας
Τα ως άνω προκύπτουν από το Νόμο 4308/2014, άρθρο 8 , Παράγραφος 171